Angeklagter στα ελληνικά

Μετάφραση: angeklagter, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναγόμενος, κατηγορούμενος, υπόδικος, unindicted
Angeklagter στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angeklagt στα ελληνικά - κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
  • angeklagte στα ελληνικά - εναγόμενος, υπόδικος, υποπτεύομαι, κατηγορούμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
  • angeklammert στα ελληνικά - κούρεμα, ψαλιδιστεί, ψαλιδίζεται, κομμένους, κόβονται
  • angekleidet στα ελληνικά - ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
Τυχαίες λέξεις
Angeklagter στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναγόμενος, κατηγορούμενος, υπόδικος, unindicted