Angelegenheit στα ελληνικά
Μετάφραση: angelegenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχείρηση, δουλειά, προβληματισμός, υπόθεση, ύλη, δουλειές, παράδειγμα, ανησυχία, θέμα, ενδιαφέρον, περίπτωση, δεσμός, νοιάζομαι, ζήτημα, θέματος, ύλης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angel στα ελληνικά - κλάπα, μεντεσές, άρθρωσης, μεντεσέ, άρθρωση, αρθρώσεως
- angelassen στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
- angelegenheiten στα ελληνικά - υποθέσεων, υποθέσεις, θέματα, Θεμάτων, Πολιτικής
- angelehnt στα ελληνικά - μισοανοιγμένος, μισάνοιχτη πόρτα, ημίκλειστος, μισάνοιχτου, μισάνοιχτης
Τυχαίες λέξεις
Angelegenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχείρηση, δουλειά, προβληματισμός, υπόθεση, ύλη, δουλειές, παράδειγμα, ανησυχία, θέμα, ενδιαφέρον, περίπτωση, δεσμός, νοιάζομαι, ζήτημα, θέματος, ύλης
Μεταφράσεις: επιχείρηση, δουλειά, προβληματισμός, υπόθεση, ύλη, δουλειές, παράδειγμα, ανησυχία, θέμα, ενδιαφέρον, περίπτωση, δεσμός, νοιάζομαι, ζήτημα, θέματος, ύλης