Anhängsel στα ελληνικά
Μετάφραση: anhängsel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
![Anhängsel στα ελληνικά Anhängsel στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-de-gr-2031.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anhänglich στα ελληνικά - στοργικός, στοργική, στοργικό, στοργικοί, τρυφερή
- anhänglichkeit στα ελληνικά - εμμονή, ευλάβεια, αφοσίωση, αφοσίωσης, αφοσίωσή, την αφοσίωση
- anhäufen στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, συσσωρεύονται, ...
- anhäufend στα ελληνικά - συσσωρεύονται, πασσαλόπηξης, το καρφωμα, καρφωμα, πασσάλων
Τυχαίες λέξεις
Anhängsel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση