Anhängsel στα ελληνικά

Μετάφραση: anhängsel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Anhängsel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anhänglich στα ελληνικά - στοργικός, στοργική, στοργικό, στοργικοί, τρυφερή
  • anhänglichkeit στα ελληνικά - εμμονή, ευλάβεια, αφοσίωση, αφοσίωσης, αφοσίωσή, την αφοσίωση
  • anhäufen στα ελληνικά - αποθησαυρίζω, συσσωρεύω, περισυλλέγω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, μαζεύω, συσσωρεύονται, ...
  • anhäufend στα ελληνικά - συσσωρεύονται, πασσαλόπηξης, το καρφωμα, καρφωμα, πασσάλων
Τυχαίες λέξεις
Anhängsel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση