Anhalten στα ελληνικά

Μετάφραση: anhalten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Anhalten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anhaftung στα ελληνικά - εμμονή, προσκόλληση, κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης
  • anhalt στα ελληνικά - αμπάρι, κρατώ, συνεχίζεται, συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε
  • anhaltend στα ελληνικά - μόνιμος, επίμονος, διαρκής, διαρκείας, υπέστη, παρατεταμένη, που υπέστη, ...
  • anhaltepunkt στα ελληνικά - του σημείου, σημείο, του στοιχείου, της παραγράφου, στο σημείο
Τυχαίες λέξεις
Anhalten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, συνεχίζομαι, συνεχίζω, διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει