Anlocken στα ελληνικά

Μετάφραση: anlocken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Anlocken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anliegend στα ελληνικά - πρόσφορος, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
  • anlieger στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
  • anlässe στα ελληνικά - φορές, περιπτώσεις, περιστάσεις, ευκαιρίες
Τυχαίες λέξεις
Anlocken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν