Annehmlichkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: annehmlichkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρηγορώ, άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Annehmlichkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annehmen στα ελληνικά - παίρνω, έχε, αποδέχομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, υιοθετώ, έχω, ...
  • annehmend στα ελληνικά - Υιοθετώντας, Η υιοθέτηση, υιοθέτηση, έγκρισή, Η έγκρισή
  • annehmlichkeiten στα ελληνικά - ανέσεις, παροχές, ευκολίες, ανέσεων, τις ανέσεις
Τυχαίες λέξεις
Annehmlichkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρηγορώ, άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή