Armierung στα ελληνικά
Μετάφραση: armierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- armenhaus στα ελληνικά - πτωχοκομείο, πτωχοκομείου, φτωχοκομείο
- armer στα ελληνικά - φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
- armlehne στα ελληνικά - όπλο, χέρι, μπράτσο, υποβραχιόνιο, στήριγμα βραχίονα, υποβραχιονίου, το υποβραχιόνιο, ...
- armloch στα ελληνικά - armhole, Βουρτσισμένο, Βουρτσισμένο εσωτερικά
Τυχαίες λέξεις
Armierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως