Ενίσχυση στα γερμανικά
Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armierung, verstärkung, bewehrung, stahleinlage, erweiterung, bestätigung, Verstärkung, Verstärkungs, Amplifikation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενίσχυση
ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενίσχυση στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ενήλικας στα γερμανικά - erwachsen, erwachsene, Erwachsene, Erwachsener, Erwachsenen
- ενήλικος στα γερμανικά - erwachsene, erwachsen, Erwachsene, Erwachsener, Erwachsenen
- εναγής στα γερμανικά - verfluchte, scheußlich, widerlich, schrecklich, verflucht, abscheulich, Kläger, ...
- εναγόμενος στα γερμανικά - beklagter, angeklagte, beklagte, angeklagter, Beklagte, Angeklagte, Beklagten, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: armierung, verstärkung, bewehrung, stahleinlage, erweiterung, bestätigung, Verstärkung, Verstärkungs, Amplifikation
Μεταφράσεις: armierung, verstärkung, bewehrung, stahleinlage, erweiterung, bestätigung, Verstärkung, Verstärkungs, Amplifikation