Armut στα ελληνικά

Μετάφραση: armut, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρειάζομαι, ένδεια, ανάγκη, μιζέρια, πενία, φτώχεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια
Armut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armseligste στα ελληνικά - φτωχότερες, φτωχότερων, φτωχότερους, πιο φτωχές, φτωχότερα
  • armspange στα ελληνικά - βραχιόλι, bangle, βαρύ, βραχιόλι βαρύ, βραχιολιών
  • aroma στα ελληνικά - καρπαζιά, χαστουκίζω, μυρωδιά, ευωδία, απολαμβάνω, μυρίζω, οσμή, ...
  • aromastoff στα ελληνικά - άρτυμα, γεύση, άρωμα, γεύσης, αρώματος, τη γεύση
Τυχαίες λέξεις
Armut στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρειάζομαι, ένδεια, ανάγκη, μιζέρια, πενία, φτώχεια, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια