Aufführen στα ελληνικά
Μετάφραση: aufführen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρών, παρουσιάζω, λίστα, δώρο, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας
Μεταφράσεις
- auffälligkeit στα ελληνικά - περίβλεπτο, ευκολοφανές, της προβολής
- auffälligste στα ελληνικά - εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές, χαρακτηριστικό
- aufführung στα ελληνικά - παραγωγή, συμπεριφορά, διεξάγω, διαγωγή, ρεσιτάλ, φέρσιμο, επίδοση, ...
Τυχαίες λέξεις
Aufführen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρών, παρουσιάζω, λίστα, δώρο, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας
Μεταφράσεις: παρών, παρουσιάζω, λίστα, δώρο, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας