Aufhebung στα ελληνικά

Μετάφραση: aufhebung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλυση, ακύρωση, ακυρώνω, κατάργηση, ανακαλώ, καταργώ, ανάκληση, κατάργησης, την κατάργηση, καταργήσεως
Aufhebung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufheben στα ελληνικά - ταραχή, φασαρία, αναστάτωση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, ...
  • aufhebend στα ελληνικά - Αντιστροφή, Αντιστρέφοντας, αναστροφή, οπισθοπορεία, Η αντιστροφή
  • aufhebungen στα ελληνικά - Καταργήσεις, Καταργούμενες διατάξεις, Κατάργηση οδηγιών, Καταργήσεις Οι, Καταργούμενες
  • aufheiternd στα ελληνικά - exhilaratory
Τυχαίες λέξεις
Aufhebung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλυση, ακύρωση, ακυρώνω, κατάργηση, ανακαλώ, καταργώ, ανάκληση, κατάργησης, την κατάργηση, καταργήσεως