Aufklären στα ελληνικά

Μετάφραση: aufklären, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκδηλος, εναργής, ελευθερώνω, διαυγής, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Aufklären στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufklärend στα ελληνικά - διαφωτιστικός, διαφωτιστική, διαφωτιστικό, διαφωτιστικές, διαφωτιστικά
  • aufklärende στα ελληνικά - διαφωτιστικός, διαφωτιστική, διαφωτιστικό, διαφωτιστικές, διαφωτιστικά
Τυχαίες λέξεις
Aufklären στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκδηλος, εναργής, ελευθερώνω, διαυγής, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση