Ωφέλεια στα αγγλικά

Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
benefit, profit, utility, gain, benefits
Ωφέλεια στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ωφέλεια

gain
  • κέρδος
  • ωφέλεια
profit
  • κέρδος
  • απολαβή
  • όφελος
  • ωφέλεια
utility
  • χρησιμότητα
  • χρησιμότης
  • ωφελιμότης
  • ωφελιμότητα
  • δημόσια υπηρεσία
  • ωφέλεια

Σχετικές λέξεις: ωφέλεια

κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας αγγλικά, ωφέλεια στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ωστόσο στα αγγλικά - yet, nevertheless, however, but
  • ωτακουστώ στα αγγλικά - eavesdrop, overhear
  • ωφέλιμος στα αγγλικά - beneficial, useful, usable
  • ωφελώ στα αγγλικά - avail, ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: benefit, profit, utility, gain, benefits