Aufschlagen στα ελληνικά

Μετάφραση: aufschlagen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, βαρώ, ανοίγω, σουξέ, χτυπώ, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος
Aufschlagen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufschiebend στα ελληνικά - προηγούμενο, προηγουμένου, προηγούμενο που, προηγούμενου
  • aufschlag στα ελληνικά - πέτο, ρεβέρ, προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
  • aufschlagend στα ελληνικά - μερίδα, επικάλυμμα, επικάλυψης, επικάλυψη, επίστρωση, υπέρθεση
  • aufschlagende στα ελληνικά - επηρεάζοντας, επηρεάζουν, που επηρεάζουν, αντίκτυπο, επηρεάζει
Τυχαίες λέξεις
Aufschlagen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοιχτός, εγκαινιάζω, ανοικτός, βαρώ, ανοίγω, σουξέ, χτυπώ, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος