Ausfällen στα ελληνικά

Μετάφραση: ausfällen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, ίζημα, καθιζάνει, καθιζάνουν, κατακρήμνιση, καθιζήσει
Ausfällen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausfällapparat στα ελληνικά - κατακρημνιστής, ιζηματοποιητής, καθιζητού, καταβυθιστή, καθιζητή
  • ausfälle στα ελληνικά - απώλειες, απωλειών, ζημίες, οι απώλειες, ζημίες που
  • ausführbar στα ελληνικά - εφικτός, εκτελέσιμο, εκτελέσιμα, εκτελέσιμο αρχείο, εκτελέσιμου, εκτελέσιμη
  • ausführbarkeit στα ελληνικά - σκοπιμότητα, σκοπιμότητας, εφικτότητα, σκοπιμότητας που, εφικτότητας
Τυχαίες λέξεις
Ausfällen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, ίζημα, καθιζάνει, καθιζάνουν, κατακρήμνιση, καθιζήσει