Λέξη: αποδεκατίζω

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα

Συνώνυμα: αποδεκατίζω

καταστρέφω

Μεταφράσεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decimate

αποδεκατίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diezmar, diezmar a, diezmará, diezman, diezmando

αποδεκατίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezimieren, zu dezimieren, dezimiert, Dezimierung

αποδεκατίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décimer, décimer les, décimer des, déciment, de décimer

αποδεκατίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decimare, decimare i, decimare le, di decimare, decimare il

αποδεκατίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dizimar, dizimam, dizimar as, dizimá, dizimará

αποδεκατίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
decimeren, te decimeren, decimeer, te dunnen, dunnen

αποδεκατίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уничтожать, косить, истреблять, уничтожить, опустошить, прореживание, проредить

αποδεκατίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
desimere, decimate, vinne, drep

αποδεκατίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
decimera, decimate, decimerar, decimeras, att decimera

αποδεκατίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tappaa, tuhota, harventaa, hävittää, decimate, verottaa, tuhoavat

αποδεκατίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
decimere, decimerer, udslet, tynde ud

αποδεκατίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ničit, zničit, decimovat, zdecimovat, zdecimuje, decimují, decimuje

αποδεκατίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdziesiątkować, dziesiątkować, przerzedzić, decimate, dziesiątkują, dziesiątkowania

αποδεκατίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tizedel, megtizedel, megtizedelésére, decimálásra, megtizedelhet

αποδεκατίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırıp geçirmek, kırıp, Decimate, ölçüde azaltmak, fethedelim

αποδεκατίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
косити, знищувати, нищити

αποδεκατίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkatërroj, marr të dhjetën, dhjetën, të dhjetën, të marr të dhjetën

αποδεκατίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покосявам, унищожи, да покосявам, да унищожат, вземам десятък

αποδεκατίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знішчаць, зьнішчаць

αποδεκατίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laastama, detsimeerima, hävitama, laastada, Hävitada, kümnendikku hukkama

αποδεκατίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
desetkovati, samo desetkovati

αποδεκατίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
decimate

αποδεκατίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dešimtinę, Decimēt, Atsižvelgti dešimtinę, Bausmė kas dešimtas, Dziesiątkować

αποδεκατίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
decimēt, desmito, desmito tiesu, masveidīgi nogalināt, ņemt desmito tiesu

αποδεκατίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
десеток, земам десеток, да земам десеток

αποδεκατίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decima, decimeze, a decima, decimați, decimarea

αποδεκατίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zdesetkal, Desetkovati

αποδεκατίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
decimovať
Τυχαίες λέξεις