Λέξη: ζευγάς

Σχετικές λέξεις: ζευγάς

δημήτρης ζευγάς, ο ζευγάς

Μεταφράσεις: ζευγάς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ploughman, pair, couple, doublet, Zeugma, pairs
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
par, pareja, pair, par de, pares
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflüger, Paar, pair, Paares, Paars
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laboureur, paire, deux, couple, pair, paires
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coppia, paio, pair, coppia di, accoppiamento
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
par, par de, pares, pair, dois
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
paar, stel, tweetal, pair, paren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пахарь, хлебопашец, пара, пары, пару, парой, паре
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
par, paret, pair
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
par, paret, para, pair
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pari, parin, paria, kaksi, pair
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
par, pair, parret, sæt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oráč, pár, dvojice, dvojici, páru, pair
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oracz, para, parę, pary, pair, parą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pár, nyelvpárban, két, párt, páros
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çift, çifti, çiftinde, pair, dil çifti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
орання, пара, пари, пару
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
palë, çift, pair, palë të, Dyshja
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двойка, чифт, чифта, две, двойки
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пара, пару, пары, пра
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paar, paari, pair, verd, paarist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
orač, par, pair, para, parica, paru
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
par, para, parið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pora, poros, kuri pora, pair, porą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arājs, pāris, pāri, pāra, pair, pāru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пар, комбинација, двајцата, парот, pair
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pereche, perechea, perechi, pereche de, pair
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oráč, par, pair, para, paru
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oráč, pár, niekoľko, zopár, couple
Τυχαίες λέξεις