Auslenkung στα ελληνικά

Μετάφραση: auslenkung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδρομή, εκτροπή, εκτροπής, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, απόκλιση
Auslenkung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausleihen στα ελληνικά - δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
  • auslese στα ελληνικά - επιλογή, εκλεκτός, κασμάς, συλλέγω, μαζεύω, επιλογής, την επιλογή, ...
  • ausleuchtung στα ελληνικά - φωτισμός, φωτισμό, φωτισμού, το φωτισμό, φως
Τυχαίες λέξεις
Auslenkung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδρομή, εκτροπή, εκτροπής, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, απόκλιση