Λέξη: γεννητικός

Σχετικές λέξεις: γεννητικός

γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης

Συνώνυμα: γεννητικός

σεξουαλικός, φύλων

Μεταφράσεις: γεννητικός

γεννητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genital, generative

γεννητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
genital, generativo, generativa, generador, generadora, generativos

γεννητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschlechtsteil, geschlechtlich, generativ, generativen, generative, generativer, generatives

γεννητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
génital, génératif, générative, générateur, génératrice, generative

γεννητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generativo, generativa, generative, generatrice, generativi

γεννητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gerador, generativa, generativo, geradora, generative

γεννητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seksueel, generatief, generatieve, de generatieve, voortbrengende, generative

γεννητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
детородный, половой, порождающий, генеративной, генеративных, генеративный, генеративные

γεννητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
generativ, generative, genererende, formerende, skapende

γεννητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
generativ, genera, generativa, genererande, generativt

γεννητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
generatiivinen, generatiivisia, generatiivisten, generatiivisen, generatiivista

γεννητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
generative, generativ, generativt, skabende, den generative

γεννητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
genitální, generativní, generativního, generativním, plodící, rozplozovací

γεννητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rodny, rozrodczy, generatywny, wytwórczy, rodzący

γεννητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nemző, generatív, a generatív, generáló

γεννητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üretken, generatif, üretimsel, üretici, generative

γεννητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
статевий, породжує, що породжує, який породжує, породжуючий

γεννητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prodhues, lindës, gjenerues, gjeneruese, gjenerues i

γεννητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
генеративен, генеративния, генеративната, генеративна, генеративно

γεννητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
які спараджае, спараджае, спараджаюць

γεννητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suguelundite, generatiivne, generatiivse, generatiivseid, generatiivsete, generatiivset

γεννητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
generativan, generativni, generativna, generativne, generativno

γεννητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
generative

γεννητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gimdantis, generatyvinės, generatyvinių, generatyvinė, generatyvinis

γεννητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
radošs, ģeneratīvo, ģeneratīvā

γεννητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генеративен, генеративна, генеративни

γεννητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
generativă, generativ, generatoare, generative, generativa

γεννητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
genitální, generativni, generativne, generativno, ustvarjala, generativna

γεννητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
genitálie, genitálni, generatívne, generativní
Τυχαίες λέξεις