Ausschluss στα ελληνικά

Μετάφραση: ausschluss, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού
Ausschluss στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausschließend στα ελληνικά - Εξαιρουμένων, ΧΩΡΙΣ, Χωρίς, Εξαιρούνται, Εξαιρουμένων των
  • ausschließlich στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, υπερβολικός, αποκλειστικά, αποκλειστικώς, μόνο, αποκλειστικά και μόνο, ...
  • ausschlüsse στα ελληνικά - αποκλεισμοί, αποκλεισμούς, αποκλεισμών, οι αποκλεισμοί, αποκλεισμοί που
  • ausschmücken στα ελληνικά - διακοσμώ, καλλωπίζω, κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, διακοσμούν, διακοσμήσετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Ausschluss στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμό, εξαίρεση, του αποκλεισμού