Austeilung στα ελληνικά
Μετάφραση: austeilung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαλλαγή, απονομή, διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- austeilen στα ελληνικά - απονέμω, μοιράζω, διανέμω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, ...
- austeiler στα ελληνικά - δοχείο, διανομέα, διανομέας, διανεμητή, διανομής
- auster στα ελληνικά - στρείδι, στρειδιών, στρείδια, στρειδιού, το στρείδι
- austern στα ελληνικά - στρείδια, τα στρείδια, στρειδιών, όστρακα
Τυχαίες λέξεις
Austeilung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαλλαγή, απονομή, διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή
Μεταφράσεις: απαλλαγή, απονομή, διανομή, διανομής, κατανομή, κατανομής, τη διανομή