Auswechseln στα ελληνικά
Μετάφραση: auswechseln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταλλάσσω, αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auswanderungen στα ελληνικά - μετανάστευση, Αποδημία, Η μετανάστευση, Μετανάστευσης, Ξενιτιάς
- auswechselbar στα ελληνικά - ανταλλάξιμος, ανταλλάξιμο, εναλλάξιμο, ανταλλάξιμων, ανταλλάξιμες
- auswechselnd στα ελληνικά - υποκατάστασης, αντικαθιστώντας, υποκαθιστώντας, με αντικατάσταση, με αντικατάσταση της
- auswechselung στα ελληνικά - μετατροπή, παραλλάζω, αντικατάσταση, παραλλαγή, αλλάζω, αντικαταστάτης, αντικατάστασης, ...
Τυχαίες λέξεις
Auswechseln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταλλάσσω, αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν
Μεταφράσεις: ανταλλάσσω, αλλαγή, διακόπτης, αλλάζω, αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικατάσταση, αντικαθιστούν, αντικαταστήσουν