Λέξη: καλοφτιαγμένος

Συνώνυμα: καλοφτιαγμένος

πετυχημένος, νοικοκυρεμένος, καθάριος, καθαρός, κόσμιος, εύμορφος, συμμετρικός

Μεταφράσεις: καλοφτιαγμένος

καλοφτιαγμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sleek, shapely, neat, well built, well made

καλοφτιαγμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bien proporcionado, bien formado, shapely, bien formada, bien proporcionada

καλοφτιαγμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschmeidig, glatt, seiden, seidig, formschön, formschöne, formschönen, wohlgeformten, shapely

καλοφτιαγμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
polir, planer, élégant, adoucir, lisse, lisser, soyeux, poli, uni, galbé, bien faite, galbe, bien fait, galbés

καλοφτιαγμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
netto, liscio, ben fatto, formoso, armonioso, shapely, formosa

καλοφτιαγμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bem feito, simétrico, bem talhado, bem modelado, shapely

καλοφτιαγμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goed gevormd, shapely, welgevormde, mooi gevormde, gevormd

καλοφτιαγμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глянцевитый, тучный, гладкий, елейный, мягкий, прилизанный, шелковый, холеный, лоснящийся, стройный, стройная, стройные, стройное, стройными

καλοφτιαγμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velskapt, velformet, velskapte, velformede

καλοφτιαγμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välväxt, välformade, shapely, välformad, välskapad

καλοφτιαγμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liehakas, muodokas, shapely, muodokkaat, levision, hyvin muodostunut

καλοφτιαγμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
velskabt, velformet, velformede, velskabte

καλοφτιαγμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uhladit, hladký, uhlazený, hladit, urostlý, půvabná, tvarově, hezky tvarované, tvarovaná

καλοφτιαγμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wygładzać, gładki, gładzić, łagodzić, lśniący, zlizać, układny, elegancki, kształtny, foremny, zgrabny, zgrabna, zgrabną

καλοφτιαγμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
formás, szép formájú, a formás

καλοφτιαγμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ipekli, düzgün, biçimli, şekilli, şekilsiz, yakışıklı

καλοφτιαγμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глянсуватий, лискучий, гладенький, прилизаний, стрункий, струнка

καλοφτιαγμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me formë të hijshme, formë të hijshme, turpderdhur, hijshme

καλοφτιαγμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
снажен, добре оформен, пищна, стройна, добре оформени

καλοφτιαγμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стройны, зграбны

καλοφτιαγμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klants, priske, sile, vormikas, Shapely, vormika, puhta vormi, kaunilt kujundatud

καλοφτιαγμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zagladiti, njegovan, zaravnati, modeliran, stasit, srazmjeran, simetričan, vitak

καλοφτιαγμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shapely

καλοφτιαγμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dailus, išnašus, gražiai sudėtas, Foremny, Dorodny

καλοφτιαγμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
samērīgs, labi veidots, Shapely

καλοφτιαγμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снажен, стројни

καλοφτιαγμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bine proporționat, frumos, shapely, proporționat, bine proportionat

καλοφτιαγμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hladit, lepe, Modeliran

καλοφτιαγμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urastený
Τυχαίες λέξεις