Ausweitung στα ελληνικά
Μετάφραση: ausweitung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέκταση, κλιμάκωση, διαστολή, έκταση, επέκταση, εξάπλωση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausweisung στα ελληνικά - εξορία, απέλαση, αποβολή, εξορίζω, απέλασης, απομάκρυνσης, εκδίωξη
- ausweiten στα ελληνικά - πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, ...
- auswerfend στα ελληνικά - ρίχνουν, πετώντας, ρίχνει, ρίχνοντας, ρίψη
- auswerteeinrichtung στα ελληνικά - εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης
Τυχαίες λέξεις
Ausweitung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέκταση, κλιμάκωση, διαστολή, έκταση, επέκταση, εξάπλωση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Μεταφράσεις: προέκταση, κλιμάκωση, διαστολή, έκταση, επέκταση, εξάπλωση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη