Autoverkehr στα ελληνικά

Μετάφραση: autoverkehr, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοσοληψία, κυκλοφορία, κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, κυκλοφορία των αυτοκινήτων, την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων
Autoverkehr στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autostraßen στα ελληνικά - δρόμοι, δρόμων, δρόμους, οδών, οδούς
  • autosuggestion στα ελληνικά - αυθυποβολής, αυθυποβολή, της αυθυποβολής, την αυθυποβολή
  • autowerkstatt στα ελληνικά - βενζινάδικο, πρατήριο, πρατήριο καυσίμων, πρατηρίου, πρατηρίου καυσίμων
  • autozubehör στα ελληνικά - αξεσουάρ αυτοκινήτων, αξεσουάρ αυτοκινήτου, Αξεσουάρ, εξαρτήματα αυτοκινήτων, εξαρτημάτων αυτοκινήτων
Τυχαίες λέξεις
Autoverkehr στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοσοληψία, κυκλοφορία, κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, κυκλοφορία των αυτοκινήτων, την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων