Büfett στα ελληνικά

Μετάφραση: büfett, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπουφές, μπαρ, κάγκελο, σερβάντα, εμποδίζω, θυρίδα, σκευοθήκη, φράζω, μπουφέ, σε μπουφέ, πρωινού, με μπουφέ
Büfett στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bückling στα ελληνικά - παστώνω, κίπερ, καπνιστή ρέγγα, Kipper, ρέγγα
  • bücklinge στα ελληνικά - ρέγκα, kippers, καπνιστή ρέγκα, ρέγγα, παστά
  • büfettier στα ελληνικά - Büfettier
  • büfetts στα ελληνικά - Μπουφέδες, Μπουφέ, σε μπουφέ, Μπουφέδων, Μπουφές
Τυχαίες λέξεις
Büfett στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπουφές, μπαρ, κάγκελο, σερβάντα, εμποδίζω, θυρίδα, σκευοθήκη, φράζω, μπουφέ, σε μπουφέ, πρωινού, με μπουφέ