Λέξη: τεχνολογικός
Σχετικές λέξεις: τεχνολογικός
τεχνολογικός ντετερμινισμός, τεχνολογικός γραμματισμός εκπαιδευτικών, τεχνολογικός αναλφαβητισμός, τεχνολογικός γραμματισμός, τεχνολογικός πολιτισμός, τεχνολογικός τομέας, τεχνολογικόσ εξοπλισμόσ, τεχνολογικός κλάδος, τεχνολογικός αλφαβητισμός, τεχνολογικός κίνδυνος
Μεταφράσεις: τεχνολογικός
τεχνολογικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
technological, technology, and technological, technologic
τεχνολογικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tecnológico, tecnológica, tecnológicos, tecnológicas, tecnología
τεχνολογικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
technologisch, technisch, technologischen, technologische, technischen
τεχνολογικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
technique, technologique, technologiques, technologie, techniques
τεχνολογικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tecnologico, tecnologica, tecnologiche, tecnologici, tecnologia
τεχνολογικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tecnológica, tecnológico, tecnológicos, tecnológicas, tecnologia
τεχνολογικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
technologisch, technologische, technische, de technologische, technologie
τεχνολογικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
технологический, технический, технологическая, технологическое, технологического, технологической
τεχνολογικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teknologisk, teknologiske, teknologi, teknisk
τεχνολογικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teknisk, teknologiska, teknologisk, tekniska, tekniskt
τεχνολογικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tekninen, teknologinen, teknologian, teknologisen, teknologista
τεχνολογικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
teknologisk, teknologiske, den teknologiske, tekniske, teknisk
τεχνολογικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
technologický, technický, technologické, technologická, technologického
τεχνολογικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
techniczny, technologiczny, technologicznego, technologiczne, technologicznych
τεχνολογικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
technikai, technológiai, a technológiai, műszaki, technológiafejlesztési
τεχνολογικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teknolojik, teknoloji, teknik
τεχνολογικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
технологічний, технологічна, технологічне, технологічну
τεχνολογικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teknologjike, teknologjik, teknologjike të, teknologjik të, teknologjik i
τεχνολογικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
технологически, технологично, технологична, технологичното, технологични
τεχνολογικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэхналагічная, тэхналагічны, тэхналягічная
τεχνολογικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tehnoloogiline, tehnoloogia, tehnoloogilise, tehnoloogiliste, tehnoloogilisi
τεχνολογικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tehnološki, tehnološka, tehnološke, tehnoloških, tehnološkog
τεχνολογικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tækni, tæknileg, tæknilega, tæknilegum, tæknilegar
τεχνολογικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
technologinis, technologijų, technologinės, technologinė, technologiniai
τεχνολογικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tehnoloģiskā, tehnoloģisko, tehnoloģiskās, tehnoloģiskais, tehnoloģiju
τεχνολογικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
технолошкиот, технолошките, технолошка, технолошки, технолошката
τεχνολογικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tehnologic, tehnologică, tehnologice, tehnologica, tehnologiei
τεχνολογικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tehnološki, tehnološka, tehnološkega, tehnološke, tehnološko
τεχνολογικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
technologický, technického, technický, technologického, technológií
Τυχαίες λέξεις