Befeuchten στα ελληνικά
Μετάφραση: befeuchten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, υγραίνω, πλένω, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, υγράνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- befestigungen στα ελληνικά - οχύρωση, οχύρωσης, οχυρωματικό, οχυρωματικά, οχυρωματικού
- befestigungsorgan στα ελληνικά - συνάντηση, όργανο, οργάνου, οργάνων, όργανα, στα όργανα
- befeuchtend στα ελληνικά - ενυδατική, ενυδάτωση, ενυδάτωσης, ενυδατικές, ενυδατικό
- befeuchtende στα ελληνικά - Ενυδάτωση, Ενυδατική, Ενυδατικό, Ενυδάτωσης, Ενυδατικά
Τυχαίες λέξεις
Befeuchten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, υγραίνω, πλένω, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, υγράνουν
Μεταφράσεις: πλύνω, υγραίνω, πλένω, υγράνετε, βρέξτε, υγραίνεται, υγράνουν