Beharrlichkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: beharrlichkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμονή, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beharrlich στα ελληνικά - διαρκής, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
- beharrliche στα ελληνικά - επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
- beharrt στα ελληνικά - επιμένει, εμμένει, τονίζει, επιμένει ότι, επιμένει να
- beharrte στα ελληνικά - επέμεινε, επέμενε, επέμειναν, επιμείνει, επιμένει
Τυχαίες λέξεις
Beharrlichkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμονή, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Μεταφράσεις: επιμονή, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής