Beiheft στα ελληνικά
Μετάφραση: beiheft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπλήρωμα για, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώματος, συμπληρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beigetragen στα ελληνικά - συνέβαλε, συνέβαλαν, συνεισέφερε, συμβάλει, συνεισέφεραν
- beigetreten στα ελληνικά - εντάχθηκε, εντάχθηκαν, προσχώρησαν, ενώνονται, προσχώρησε
- beiheften στα ελληνικά - επισυνάψετε, τα επισυνάψετε, συνδέστε τα, να τα επισυνάψετε, τα επισυνάπτει
- beihilfe στα ελληνικά - επωφελούμαι, βοηθός, επικουρία, όφελος, αρωγή, βοηθώ, ωφέλεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Beiheft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπλήρωμα για, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώματος, συμπληρωμα
Μεταφράσεις: συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπλήρωμα για, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώματος, συμπληρωμα