Beil στα ελληνικά
Μετάφραση: beil, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσεκούρι, πελέκι, πέλεκας, μπαλτάς, πέλεκυς, τάπητας, το τσεκούρι
Μεταφράσεις
- beihilfe στα ελληνικά - επωφελούμαι, βοηθός, επικουρία, όφελος, αρωγή, βοηθώ, ωφέλεια, ...
- beihilfen στα ελληνικά - βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεις, ενισχύσεων
- beilage στα ελληνικά - περίφραγμα, συμπληρώνω, μάντρα, συμπλήρωμα, περίφραξη, εσώκλειστο, συμπληρώματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Beil στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσεκούρι, πελέκι, πέλεκας, μπαλτάς, πέλεκυς, τάπητας, το τσεκούρι
Μεταφράσεις: τσεκούρι, πελέκι, πέλεκας, μπαλτάς, πέλεκυς, τάπητας, το τσεκούρι