Λέξη: μαντήλι

Σχετικές λέξεις: μαντήλι

μαντήλι λαιμού, μαντήλι καλαματιανό στίχοι, μαντήλι για το κεφαλι, μαντήλι καλαματιανό, μαντήλι στο πέτο, μαντήλι στο σακάκι, μαντήλι κρητικό, μαντήλι στο κεφάλι, μαντήλι ονειροκρίτης, μαντήλι ή μαντίλι, το μαντήλι

Συνώνυμα: μαντήλι

μαντίλι

Μεταφράσεις: μαντήλι

μαντήλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
handkerchief, scarf, towel, kerchief, wipe

μαντήλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bufanda, pañuelo, el pañuelo, pañuelo de, un pañuelo

μαντήλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krawatte, halstuch, taschentuch, schultertuch, schal, nastuch, schnupftuch, kopftuch, Taschentuch, Tuch, Taschentücher

μαντήλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foulard, cache-col, mouchoir, fichu, mouchoirs, un mouchoir, mouchoir de

μαντήλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sciarpa, fascia, scialle, foulard, fazzoletto, il fazzoletto, fazzoletto di, fazzoletti, un fazzoletto

μαντήλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lenço, punhado, lenço de, o lenço

μαντήλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zakdoek, sjaal, zakdoekje, zak doek, handkerchief

μαντήλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шарф, кашне, платок, косынка, галстук, скос, носовой платок, платочек, платком

μαντήλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halstørkle, skjerf, slips, lommetørkle, lommetørkleet, tørkle, handkerchief, tørkleet

μαντήλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
halsduk, näsduk, näsduken, bröstnäsduk, näsduks

μαντήλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huivi, kaulahuivi, nenäliina, liina, nenäliinan, nenäliinaa, nenäliinalla, taskuliina

μαντήλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lommetørklæde, tørklæde, lommetørklædet, tørklædet

μαντήλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šerpa, šátek, kapesník, kapesníček, kapesníky

μαντήλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szalik, chustka, skos, ukos, chusteczka, chusta, apaszka, zamek, szal, szala, fular, chusteczka do nosa, chusteczkę, chusteczki, chustkę

μαντήλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyaksál, sál, zsebkendő, zsebkendőt, zsebkendőjét, zsebkendővel, zsebkendőjével

μαντήλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mendil, mendili, mendilin, bir mendil

μαντήλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зрощувати, шарф, хустка, кути, кашне, хусточка, виїмки, скошувати, носовичок, носову хустку, носову хустинку, носова хустка, хустинку

μαντήλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shami, shall, shami hundësh, facoletë

μαντήλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шарф, носна кърпичка, носна кърпа, кърпичка, кърпа, кърпичката

μαντήλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хустка, насоўку, насоўка, хусцінку, насавую хустачку, насатку

μαντήλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taskurätt, kaelarätt, sall, taskurätik, taskurätikuga, taskurätiku, rätiku

μαντήλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kravata, veliki, maramicu, rupčić, maramica, čoja, marama, rubac

μαντήλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klútur, vasaklút

μαντήλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nosinė, nosine, handkerchief, skepetaitė, nosinaitė

μαντήλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šalle, mutautiņš, kabatlakatiņš, kabatlakats, kabatas lakatiņu, lakatiņu

μαντήλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шамиче, марамче, марамчето, шамивче, шамичето

μαντήλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
batistă, fular, batista, batistă de, batiste, o batistă

μαντήλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
robček, šal, šála, robec, Maramica, Rupčić

μαντήλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šál, vreckovka, vreckovku, kapesník

Στατιστικά δημοτικότητας: μαντήλι

Τυχαίες λέξεις