Belagerung στα ελληνικά

Μετάφραση: belagerung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
Belagerung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belagert στα ελληνικά - πολιόρκησε, πολιορκημένοι, πολιορκήθηκε, πολιορκείται, πολιόρκησαν
  • belagerte στα ελληνικά - πολιόρκησε, πολιορκημένοι, πολιορκήθηκε, πολιορκείται, πολιόρκησαν
  • belagerungen στα ελληνικά - πολιορκίες, πολιορκιών, πολιορκίας, πολιορκία
  • belange στα ελληνικά - συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέρον, ενδιαφέροντα
Τυχαίες λέξεις
Belagerung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές