Belastung στα ελληνικά
Μετάφραση: belastung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διηθώ, τονίζω, γεμίζω, τόνος, φορτώνω, ζόρι, στραμπουλίζω, ζαλίκι, φορτίο, φόρτωση, στρες, χρέωση, τεντώνω, άγχος, βάρος, φορτίζω, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- belastet στα ελληνικά - φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- belastete στα ελληνικά - φορτωμένος, φορτωμένο, φορτωθεί, φορτωμένων, φορτωμένη
- belastungen στα ελληνικά - φορτία, φορτίων, εμπορευματικών, αποστολές, οι αποστολές
- belaubt στα ελληνικά - φυλλώδη, καταπράσινο, καταπράσινη, τα φυλλώδη, φυλλωδών
Τυχαίες λέξεις
Belastung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διηθώ, τονίζω, γεμίζω, τόνος, φορτώνω, ζόρι, στραμπουλίζω, ζαλίκι, φορτίο, φόρτωση, στρες, χρέωση, τεντώνω, άγχος, βάρος, φορτίζω, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
Μεταφράσεις: διηθώ, τονίζω, γεμίζω, τόνος, φορτώνω, ζόρι, στραμπουλίζω, ζαλίκι, φορτίο, φόρτωση, στρες, χρέωση, τεντώνω, άγχος, βάρος, φορτίζω, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων