Beleibt στα ελληνικά
Μετάφραση: beleibt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γερός, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσωμος, βαρύς, θαρραλέος, πιτσούνι, περιστεράκι, τροφαντός, stout, σωματώδης, χοντρός, δυνατή μπύρα, δυνατής μπύρας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- belehrt στα ελληνικά - διδάσκεται, διδάσκονται, δίδαξε, διδάξει, διδαχθεί
- belehrung στα ελληνικά - εντολή, οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, διδασκαλίας
- beleibte στα ελληνικά - παχύσαρκος, παχύσαρκα, παχύσαρκοι, παχύσαρκους, παχύσαρκων
- beleibtheit στα ελληνικά - λίπος, παχυσαρκία, χόνδρος, χοντρός, corpulence, το corpulence, πολυσαρκία, ...
Τυχαίες λέξεις
Beleibt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γερός, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσωμος, βαρύς, θαρραλέος, πιτσούνι, περιστεράκι, τροφαντός, stout, σωματώδης, χοντρός, δυνατή μπύρα, δυνατής μπύρας
Μεταφράσεις: γερός, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσωμος, βαρύς, θαρραλέος, πιτσούνι, περιστεράκι, τροφαντός, stout, σωματώδης, χοντρός, δυνατή μπύρα, δυνατής μπύρας