Beleidigende στα ελληνικά
Μετάφραση: beleidigende, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δηκτικός, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beleibtheit στα ελληνικά - λίπος, παχυσαρκία, χόνδρος, χοντρός, corpulence, το corpulence, πολυσαρκία, ...
- beleidigend στα ελληνικά - υβριστικός, καταχρηστικός, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
- beleidigt στα ελληνικά - προσβεβλημένος, προσβληθεί, προσβάλει, προσβάλλεται, προσβάλλονται
- beleidigte στα ελληνικά - πρόσβαλε, προσβεβλημένος, προσέβαλε, προσέβαλαν, προσβάλει
Τυχαίες λέξεις
Beleidigende στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δηκτικός, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική
Μεταφράσεις: δηκτικός, προσβλητικός, επιθετικός, προσβλητικό, επιθετική, προσβλητική