Benutzung στα ελληνικά

Μετάφραση: benutzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Benutzung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benutzerunabhängig στα ελληνικά - χρήστη, χρήστης, εγχειρίδιο, χρήσης, χρηστών
  • benutzt στα ελληνικά - μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται
  • benutzungen στα ελληνικά - χρήσεις, χρήσεων, χρήση, τις χρήσεις, χρησεις
  • benzin στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Τυχαίες λέξεις
Benutzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση