Λέξη: χαιρεκακία

Συνώνυμα: χαιρεκακία

ματιές ερωτικές, κακία, μοχθηρία, μνησικακία, κακεντρέχεια, κακοβουλία, εχθρότητα

Μεταφράσεις: χαιρεκακία

χαιρεκακία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
malice, gloat, malevolence, glee

χαιρεκακία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maldad, malicia, relamerse, regodearse, presumir, regocijarse, regodearte

χαιρεκακία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schädigungsabsicht, arglist, bosheit, frohlocken, gloat, weiden, zu weiden

χαιρεκακία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
malveillance, malice, malignité, dol, méchanceté, jubiler, réjouir, se réjouir, vanter, se vanter

χαιρεκακία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
malignità, malizia, gongolare, esultare, gloat, gongolato, rallegrarsi

χαιρεκακία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
regozijar, tripudiar, vangloriar, gloat, se vangloriar

χαιρεκακία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wrede blik, wellustige blik, verkneukelen, glunderen, leedvermaak

χαιρεκακία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злоба, ехидство, злость, злорадствовать, позлорадствовать, злорадствуют, злорадствовать по

χαιρεκακία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ondskap, hovere, gloat, skryte, skryte av, skadefryd

χαιρεκακία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gloat, glo, skadeglada, triumfera, stirra

χαιρεκακία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilkeys, kauna, häijyys, ilkeämielisyys, nauttia jnk katselemisesta, gloat, tuntea vahingoniloa, vahingoniloinen

χαιρεκακία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godte sig, godte, gloat, godte sig over, hovere

χαιρεκακία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zloba, zlomyslnost, pást se, škodolibou radost, mít škodolibou radost, pást, škodolibě

χαιρεκακία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napastliwość, złośliwość, złość, napawać, triumfować, gloat, pastwić, rozkoszować

χαιρεκακία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kéjsóvár tekintet, irigység miatt, kéjsóvár, irigység, kárörvendjen

χαιρεκακία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muziplik, kötülük, kına yakmak, bunla, zevkle seyretmek, gloat, Böbürlenmek

χαιρεκακία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
несправність, відмовляти, зловтішатися, злорадіти, зловтішатись

χαιρεκακία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligësi, përpij me sy, të përpij me sy, të shikoje me gëzim, shikoje me gëzim, kënaqen

χαιρεκακία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злоба, злорадствувам, злорадства, злорадстваш, злорадствам, злорадстват

χαιρεκακία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злараднічаць, злараднічаць з, зларадстваваць

χαιρεκακία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kurjus, pahatahtlikkus, ilkuma, Nautida jnk katselemisesta, ilkuma nende, Nautida, kahjurõõmu tundma

χαιρεκακία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mržnja, zloba, zlonamjernost, zlobnost, pakost, piljiti, naslađivati, gutati očima

χαιρεκακία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gloat, gleðjast, viljað státa, viljað státa sig, viljað státa sig af

χαιρεκακία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
džiaugtis, piktdžiugiauti, Rozkoszować, Bus džiaugsmas, Melot žvilgsniu

χαιρεκακία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļauns prieks, patīksmināties, aprīt acīm, mielot skatienu

χαιρεκακία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ситите, се радуваат, радуваат, злорадствувам, ни се ситите

χαιρεκακία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răutate, se bucura, lauda, bucure, se bucure, se lauda

χαιρεκακία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Piljiti

χαιρεκακία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zášť, pásť, pást, ich pásť, pasú
Τυχαίες λέξεις