Benzin στα ελληνικά
Μετάφραση: benzin, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benutzung στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- benutzungen στα ελληνικά - χρήσεις, χρήσεων, χρήση, τις χρήσεις, χρησεις
- benzinmotorsäge στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, πριόνι, πριονιού, είδε, αλυσοπρίονο, του πριονιού
- benzol στα ελληνικά - βενζόλιο, βενζολίου, το βενζόλιο, βενζίνη, βενζολο
Τυχαίες λέξεις
Benzin στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη