Berechtigung στα ελληνικά
Μετάφραση: berechtigung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαίωμα, δικαιολογία, εξουσία, αυθεντία, κύρος, αιτιολογία, τεκμηρίωση, δεξιός, σωστός, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berechtigt στα ελληνικά - με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα
- berechtigte στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- berechtigungsnachweis στα ελληνικά - απόδειξη, η απόδειξη, αποδεικτικό, απόδειξης, αποδείξεως
- bereden στα ελληνικά - συζητώ, συζητήσει, συζητήσουν, συζητούν, να συζητήσουν, συζητήσουμε
Τυχαίες λέξεις
Berechtigung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαίωμα, δικαιολογία, εξουσία, αυθεντία, κύρος, αιτιολογία, τεκμηρίωση, δεξιός, σωστός, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Μεταφράσεις: δικαίωμα, δικαιολογία, εξουσία, αυθεντία, κύρος, αιτιολογία, τεκμηρίωση, δεξιός, σωστός, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα