Bereitwilligkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: bereitwilligkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προθυμία, γρηγοράδα, την προθυμία, βούληση, βούλησή, τη βούλησή
Bereitwilligkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bereitstellungsraum στα ελληνικά - παρέχει, προβλέπει, προσφέρει, ορίζει, προβλέπεται
  • bereitwillig στα ελληνικά - πρόθυμος, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή
  • bereuen στα ελληνικά - οδυρμός, μοιρολογώ, μετανιώνω, λυπάμαι, λύπη, θρηνώ, απήγανος, ...
  • bereuend στα ελληνικά - μετανοώντας, μετανοήσεις, γιατη μεταμέλεια, και γιατη μεταμέλεια, να μετανοήσεις
Τυχαίες λέξεις
Bereitwilligkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προθυμία, γρηγοράδα, την προθυμία, βούληση, βούλησή, τη βούλησή