Εύφλεκτος στα αγγλικά
Μετάφραση: εύφλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flammable, combustible, inflammable
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εύφλεκτος
flammable
- εύφλεκτος
- ευέξαπτος
- εύφλεκτος
- καύσιμος
Σχετικές λέξεις: εύφλεκτος
εύφλεκτος μύκητας, εύφλεκτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, εύφλεκτος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εύσχημος στα αγγλικά - plausible, decent, specious
- εύσωμος στα αγγλικά - stout, burly, portly, robust
- εύχομαι στα αγγλικά - wish, pray, I wish, I hope, wish you
- εύχρηστος στα αγγλικά - handy, easy to use, convenient, simple to use
Τυχαίες λέξεις
Εύφλεκτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: flammable, combustible, inflammable
Μεταφράσεις: flammable, combustible, inflammable