Λέξη: διαρρύθμιση
Σχετικές λέξεις: διαρρύθμιση
διαρρύθμιση υπνοδωματίου, διαρρύθμιση εσωτερικών χώρων, διαρρύθμιση γκαρσονιέρας, διαρρύθμιση σπιτιού, διαρρύθμιση μπάνιου, διαρρύθμιση μικρών χώρων, διαρρύθμιση κουζίνας, διαρρύθμιση μικρού σπιτιού, διαρρύθμιση παιδικού δωματίου, διαρρύθμιση σαλονιού
Μεταφράσεις: διαρρύθμιση
διαρρύθμιση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
layout, fittings, arrangement, configuration, fitting
διαρρύθμιση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disposición, diseño, distribución, el diseño, diseño de
διαρρύθμιση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anordnung, plan, layout, entwurf, aufbau, ausstattung, skizze, Layout, das Layout
διαρρύθμιση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
disposition, structure, arrangement, ordonnance, implantation, agencement, mise en page, mise, aménagement
διαρρύθμιση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disposizione, impaginazione, tracciato, schema, la layout
διαρρύθμιση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
traçado, plano, disposição, layout de, de layout
διαρρύθμιση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lay-out, opmaak, indeling, layout, lay
διαρρύθμιση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
формат, экспозиция, схема, план, расположение, макет, макета, планировка
διαρρύθμιση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
layout, oppsettet, oppsett, utformingen, layouten
διαρρύθμιση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
layout, layouten, utformning
διαρρύθμιση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ulkoasu, taitto, layout, asettelu, asettelua, asettelun
διαρρύθμιση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
layout, layoutet, indretning, udformning
διαρρύθμιση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uspořádání, úprava, rozmístění, struktura, dispozice, nákres, rozložení, rozvržení
διαρρύθμιση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
adiustacja, rozmieszczenie, rozplanowanie, układ, edycja, układu, layout, rozkład
διαρρύθμιση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alaprajz, térbeosztás, elrendezés, elrendezése, elrendezést, elrendezését, elrendezési
διαρρύθμιση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzen, düzeni, yerleşim, layout, düzenini
διαρρύθμιση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
миряни, розташування, Розміщення, Місцезнаходження, прихильність, місце
διαρρύθμιση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plan urbanistik, faqosje, paraqitjen, Layout, paraqitjen e
διαρρύθμιση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
схема, оформление, оформлението, разпределение, план, подредба
διαρρύθμιση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
размяшчэнне, Месца
διαρρύθμιση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küljendus, kujundus, asetus, plaan, paigutus, paigutuse
διαρρύθμιση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
shema, izgled, raspored, tlocrt, razmještaj, plan, prijelom, postava, format, izgleda, Izgled, rasporeda kabina, rasporeda
διαρρύθμιση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skipulag, útlit, uppsetningin, umbrot, uppsetning
διαρρύθμιση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maketavimas, išdėstymas, išdėstymo, išdėstymą, išplanavimas
διαρρύθμιση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izkārtojums, izkārtojumu, izvietojums, izkārtojuma, plānojums
διαρρύθμιση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
распоред, изглед, изгледот, распоред на, распоредот
διαρρύθμιση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
schemă, aspect, aspectul, dispunere, dispunerea
διαρρύθμιση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postavitev, layout, razporeditev, Načrt, ureditev
διαρρύθμιση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozložení, dispozície, dispozícia
Τυχαίες λέξεις