Beruhen στα ελληνικά

Μετάφραση: beruhen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, να βασίζεται, να βασίζονται, βασίζεται, βασίζονται, να στηρίζεται
Beruhen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berufung στα ελληνικά - επιτήδευμα, έφεση, καριέρα, διορισμός, ραντεβού, ορισμός, συνάντηση, ...
  • berufungen στα ελληνικά - επαγγέλματα, επαγγελμάτων, κλίσεις, τα επαγγέλματα, κλίσεων
  • beruhigen στα ελληνικά - ήρεμος, ησυχασμός, ακίνητος, σταθερός, νηνεμία, ήσυχος, γαλήνιος, ...
  • beruhigend στα ελληνικά - καθησυχαστικός, καθησυχαστική, καθησυχαστικό, καθησυχαστικά, καθησυχαστικές
Τυχαίες λέξεις
Beruhen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, να βασίζεται, να βασίζονται, βασίζεται, βασίζονται, να στηρίζεται