Λέξη: νηοπομπή

Σχετικές λέξεις: νηοπομπή

νηοπομπή ετυμολογία

Συνώνυμα: νηοπομπή

συνοδεία, φάλαγγα

Μεταφράσεις: νηοπομπή

νηοπομπή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fleet, convoy, flotilla, the convoy, convoy of, a convoy

νηοπομπή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
armada, flota, convoy, convoy de, caravana, el convoy, convoyes

νηοπομπή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flotte, schnell, fahrzeugpark, Konvoi, Konvois, Kolonne, Geleitzug

νηοπομπή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flotte, marine, rapide, prompt, convoi, convoi de, convois, un convoi, le convoi

νηοπομπή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flotta, naviglio, convoglio, convoglio di, carovana, convogli, il convoglio

νηοπομπή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voar, fuja, fugir, rápido, veloz, frota, comboio, escolta, combóio, comboio de, caravana

νηοπομπή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gauw, gezwind, spoedig, snel, vloot, vlug, haastig, konvooi, samenstel, convooi, colonne, het konvooi

νηοπομπή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
быстроногий, быстротечный, борзой, автопарк, флотилия, парк, быстрый, флот, конвой, колонна, конвоя, автоколонна, сопровождение

νηοπομπή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flåte, konvoi, konvoien, kolonnen, kolonne

νηοπομπή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flotta, konvoj, konvojen, eskortfartyg, eskortfartyget

νηοπομπή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiitää, pyyhältää, laivasto, väistyä, häipyä, kadota, nopea, saattue, kytkyeen, saattuetta, saattueen, convoy

νηοπομπή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flåde, konvoj, konvojen, kombinationstype

νηοπομπή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
loďstvo, flotila, konvoj, kolona, konvoje, transport

νηοπομπή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
flota, konwój, konwoju, convoy, eskorta, konwojować

νηοπομπή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
flotta, hajóhad, konvoj, kötelék, konvojt, a kötelék, köteléknek

νηοπομπή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
donanma, konvoy, konvoyu, konvoyun, konvoya, konvoyuna

νηοπομπή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
флотилія, флот, швидкий, минати, бистрий, конвой

νηοπομπή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoqëroj, vargan, shoqërim, anije shoqëruese, konvoj

νηοπομπή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конвой, на състава от кораби, състава от кораби, конвоя

νηοπομπή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канвой, на канвой

νηοπομπή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
flotill, väle, laevastik, konvoi, ühendatud koosseisu tõukamise, koosseisu esimene laev, convoy, konvois

νηοπομπή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lak, zaljev, brz, flota, konvoj, konvoja, kolona, konvoj je

νηοπομπή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
floti, fljótur, bílalest

νηοπομπή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karavanas, vilkstinė, konvojaus, konvojus, konvojuoti

νηοπομπή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konvojs, sakabināta karavāna, kuģu karavāna, convoy

νηοπομπή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конвој, конвојот, конвојот на, конвој на, колона

νηοπομπή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
convoi, convoiul, convoiului, convoi de, convoi al

νηοπομπή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konvoj, konvoja, konvoju, convoy

νηοπομπή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
flotila, loďstvo, konvoj, konvoja
Τυχαίες λέξεις