Bescheinigung στα ελληνικά

Μετάφραση: bescheinigung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράμφος, πιστοποιητικό, λογαριασμός, νομοσχέδιο, κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Bescheinigung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bescheinigt στα ελληνικά - πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιημένη, πιστοποιείται, πιστοποιηθεί
  • bescheinigungen στα ελληνικά - πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, τα πιστοποιητικά, πιστοποιητικά που, των πιστοποιητικών
  • beschichten στα ελληνικά - παλτό, επιφάνεια, αναδύομαι, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
Τυχαίες λέξεις
Bescheinigung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράμφος, πιστοποιητικό, λογαριασμός, νομοσχέδιο, κατάθεση, μαρτυρία, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό