Beschränkung στα ελληνικά
Μετάφραση: beschränkung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, συστολή, φραγμός, περιορισμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beschränktheit στα ελληνικά - στενότητα, στενότητας, η στενότητα, περιορισμένου εύρους, περιορισμένο εύρος
- beschränktheiten στα ελληνικά - κλειστές, περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένου
- beschuht στα ελληνικά - Παπούτσια, Υποδήματα, τα παπούτσια, υποδημάτων, Shoes
- beschuldigen στα ελληνικά - εγκαλώ, κατηγορώ, υπονοώ, λάθος, φτιάξιμο, κατηγορία, φροντίδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Beschränkung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, συστολή, φραγμός, περιορισμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Μεταφράσεις: περιστολή, συστολή, φραγμός, περιορισμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό