Λέξη: συγκατανεύω

Μεταφράσεις: συγκατανεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consent, sygkatanefo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consentimiento, asentir, aprobación, consenso, sygkatanefo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genehmigung, einverständnis, zustimmung, konsens, sygkatanefo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
approbation, consentons, acquiescez, accession, consentement, autoriser, permettre, acquiesçons, consentir, acquiescement, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consenso, benestare, permesso, beneplacito, sygkatanefo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concordar, consentimento, sygkatanefo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedvinden, toegeven, fiat, sygkatanefo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соглашение, дозволение, соглашаться, разрешение, согласие, позволение, sygkatanefo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lupa, hyväksyä, myötämielisyys, suostumus, sygkatanefo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enighed, sygkatanefo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhlasit, svolit, svolení, souhlas, přivolit, dovolit, sygkatanefo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgoda, przystawać, pozwalać, przyzwalać, pozwolenie, zezwalać, zgadzać, przyzwolenie, sygkatanefo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rıza, sygkatanefo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порозуміння, згода, sygkatanefo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pranoj, sygkatanefo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõustuma, nõusolek, soostuma, sygkatanefo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dozvola, nagodba, pristati, odobriti, pristanak, sygkatanefo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samþykki, játa, sygkatanefo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sygkatanefo
Τυχαίες λέξεις