Betriebsstörung στα ελληνικά

Μετάφραση: betriebsstörung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήξη, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
Betriebsstörung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betriebssicher στα ελληνικά - αξιόπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
  • betriebssicherheit στα ελληνικά - σταθερότητα, αξιοπιστία, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
  • betriebssystemkern στα ελληνικά - ψίχα, πυρήνας, πυρήνα του λειτουργικού συστήματος, πυρήνας του λειτουργικού συστήματος
  • betriebsunfall στα ελληνικά - επιχειρησιακή, επιχειρησιακό, λειτουργική, επιχειρησιακές, επιχειρησιακών
Τυχαίες λέξεις
Betriebsstörung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήξη, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά