Biegsamen στα ελληνικά

Μετάφραση: biegsamen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Biegsamen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biegend στα ελληνικά - κάμψη, κάμψης, κάμψεως, την κάμψη, λύγισμα
  • biegsam στα ελληνικά - εύκαμπτος, ευλύγιστος, εύπλαστος, εύκαμπτο, εύκαμπτη, εύπλαστο
  • biegsamer στα ελληνικά - ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
  • biegsamkeit στα ελληνικά - ευλυγισία, ευκαμψία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα
Τυχαίες λέξεις
Biegsamen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο